προσαρκώ

προσαρκώ
(I)
-έω, Α [ἀρκῶ]
1. παρέχω, προσφέρω σε κάποιον την αναγκαία βοήθεια, συντρέχω κάποιον
2. παθ. προσαρκοῡμαι -έομαι
αρκούμαι σε κάτι, ικανοποιούμαι με κάτι.
————————
(II)
-όω, Α [σαρκῶ]
αποκτώ από πριν σάρκα.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”